τιττυβίζετε — τιττυβίζω twitter pres imperat act 2nd pl τιττυβίζω twitter pres ind act 2nd pl τιττυβίζω twitter imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιττυβίζουσιν — τιττυβίζω twitter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τιττυβίζω twitter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιττυβιζούσης — τιττυβίζω twitter pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιττυβίζειν — τιττυβίζω twitter pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτιττύβιζεν — τιττυβίζω twitter imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινθυρίζω — Α (για πτηνά) τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τιτίζω, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
τιτίζω — Α τιττυβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ., προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιτιγόνιον, τέττιξ, τιττυβίζω, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
τιττύβισμα — και τιτίβισμα, το, Ν [τιττυβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιττυβίζω … Dictionary of Greek
αμφιτιττυβίζω — ἀμφιτιττυβίζω (Α) (για πουλιά) τιτιβίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τιττυβίζω*] … Dictionary of Greek
κισσαβίζω — κισσαβίζω, αττ. τ. κιτταβίζω (Α) φωνάζω σαν κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίσσα (Ι) με σχηματισμό κατά το τιττυβίζω] … Dictionary of Greek